- ειρηνισμός
- οθεωρία για την αποφυγή χρήσης βίας οποιασδήποτε μορφής στο εσωτερικό μιας χώρας και την αποκήρυξη τού πολέμου για οποιονδήποτε λόγο μεταξύ κρατών.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. pacifisme)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειρηνισμός — ο 1. θεωρία που επιδιώκει τη διαρκή και μόνιμη ειρήνη στον κόσμο, ο πασιφισμός. 2. η κίνηση για εφαρμογή αυτής της θεωρίας (ιδίως μετά τον Α και το Β παγκόσμιο πόλεμο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασιφισμός — (από το λατινικό pax, ειρήνη). Σύνολο πολιτικών θεωριών και κινημάτων που, πιστεύοντας ότι η σταθερή ειρήνη είναι σκοπός θεμελιώδους σημασίας για την ανθρωπότητα, επιδιώκουν τη θεωρητική επεξεργασία και την πρακτική εφαρμογή των μέσων που… … Dictionary of Greek
συγκρητισμός — Όρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος για να χαρακτηρίσει το «κοινό μέτωπο των Κρητών» (οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σε διαμάχη μεταξύ τους, αλλά ενώνονται εναντίον των ξένων). Τον χρησιμοποίησε στην εποχή του ο Έρασμος (μαζί με άλλους όρους,… … Dictionary of Greek